θεότητες

θεότητες
θεότης
divinity
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νόρνες — Θεότητες της σκανδιναβικής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν οι θεότητες του χρόνου και της μοίρας. Οι τρεις παρθένες Ουρντρ, Βερντάντι και Σκουλντ αντιπροσώπευαν αντίστοιχα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Κατοικούσαν κοντά σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ερινύες — Θεότητες της μυθολογίας. Έργο τους ήταν η εκδίκηση και η τιμωρία των εγκλημάτων. Κόρες της Γαίας και τους Σκότους, παριστάνονταν ως γριές με μαύρο δέρμα και φίδια αντί για μαλλιά. Τα ονόματά τους, Αληκτώ, Τεισιφόνη και Μέγαιρα σήμαιναν αντίστοιχα …   Dictionary of Greek

  • Μελιάδες — Θέοτητες της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν νύμφες που συγγένευαν με τις Δρυάδες και τις Αμαδρυάδες. Γεννήθηκαν από τη Γη, αφού η τελευταία γονιμοποιήθηκε από τις σταγόνες αίματος που είχαν πέσει από τον Ουρανό κατά τον ακρωτηριασμό του. Έπαιρναν… …   Dictionary of Greek

  • Μούσες — Θεότητες των αρχαίων Ελλήνων, προστάτιδες της ποίησης, της μουσικής και γενικά κάθε πνευματικής δημιουργίας. Ήταν θυγατέρες της Μνημοσύνης ή της Αρμονίας και του Δία, ή, σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, της Γαίας και του Ουρανού. Ο αριθμός και τα… …   Dictionary of Greek

  • Νηρηίδες — Θεότητες της ήρεμης θάλασσας, φιλικές προς τους ανθρώπους. Ήταν πενήντα κατά τον Ησίοδο, ζούσαν στον βυθό της θάλασσας κοντά στον πατέρα τους, τον οποίο διασκέδαζαν με τους χορούς και τα τραγούδια τους, και δεν αναμειγνύονταν στις υποθέσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Ντέβι — Θεότητες της ινδικής θρησκείας, που είχαν δαιμονικό χαρακτήρα. Ν. ήταν και η θεά Σάκτι, ενσάρκωση των καταστρεπτικών ή ενεργητικών τάσεων. Από την ονομασία αυτή προέρχεται και το κατοπινό όνομα του θρυλικού ήρωα Παβάτσανα, στον οποίο οφειλόταν η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”